- δόμηση
- ηοικοδόμηση, χτίσιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δόμηση — η (AM δόμησις) δομή, χτίσιμο … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
αφομοίωση — Ο όρος α. σημαίνει γενικά το αποτέλεσμα του αφομοιώ και του αφομοιούμαι, δηλαδή το να γίνεται κάτι όμοιο με κάποιο άλλο. (Γλωσσολ.) Γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο κάποιος φθόγγος μιας λέξης εξομοιώνεται με τον γειτονικό του. Η αιτία του… … Dictionary of Greek
μεταμέρεια — Όρος που στη ζωολογία υποδηλώνει εκείνη τη δομή σώματος που αποτελείται από διαδοχικές επαναλαμβανόμενες υποδιαιρέσεις, κατά μήκος του σωματικού άξονα, στις οποίες περιλαμβάνονται τα ίδια ή σχεδόν τα ίδια όργανα· αυτό το φαινόμενο παρατηρείται… … Dictionary of Greek
οικοδομικός — ή, ό (Α οἰκοδομικός, ή, όν) [οικοδόμος (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικοδομή ή στον οικοδόμο (α. «οικοδομικές επιχειρήσεις» β. «οἰκοδομικὰ ἔργα», πάπ.) 2. αυτός που χρησιμοποιείται για την ανέγερση οικοδομής, κατάλληλος για… … Dictionary of Greek
οικοδόμηση — η (Α οἰκοδόμησις) [οικοδομώ] 1. ανέγερση οικοδομήματος, δόμηση, κτίσιμο («άρχισαν οι εργασίες οικοδόμησης τού μεγάρου») 2. ο τρόπος κατά τον οποίο οικοδομείται κάτι («τειχῶν περὶ οἰκοδομήσεως», Πλάτ.) νεοελλ. μτφ. δημιουργία («η οικοδόμηση ενός… … Dictionary of Greek
περεστρόικα — Bλ. λ. Σοβιετική Ένωση. * * * η (σχετικά με τη σοβιετική κοινωνία και οικονομία) αναδόμηση, ανασυγκρότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. perestroĭka < pere «ανά, διά, μετά» + stroĭka «δόμηση, κατασκευή»] … Dictionary of Greek
σκυρόδεση — και σκιρόδεση και σκιρρόδεση, η, Ν κτίσιμο οικοδομής με σκυρόδεμα, δόμηση με τη χρήση σκυροδέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο* / σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + δέση (< δένω)] … Dictionary of Greek
συνειδητός — ή, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται με συνείδηση, με επίγνωση («συνειδητή πράξη») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλήρη επίγνωση, πλήρη συναίσθηση τού τί είναι ή τού τί κάνει («συνειδητός δημοκράτης») 3. το ουδ. ως ουσ. το συνειδητό (ψυχανάλ.) σύστημα,… … Dictionary of Greek
χαλικοδομία — η, Ν δόμηση με χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + δομία (< δόμος < δέμω «χτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. τειχο δομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Γρ. Παπαδόπουλο] … Dictionary of Greek